- φαεινοῦ
- φαεινόςshiningmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαείνου — φαίνω A ren. pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) φαίνω A ren. imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AURICHALCUM — ex auro et aere, quod Graecis χαλκὸς est, multis conflata vox videtur, Festo, Servio in Aen. l. 12. v. 87. Isidoro Origin. l. 16. c. 19., Ambrosio in Apocal. c. 1. Primasio in candem, Hesychio, aliis. Sed verum metalli huius nomen ὀρέιχαλκος est… … Hofmann J. Lexicon universale
πτύγμα — ατος, τὸ, Α [πτύσσω] 1. ο σχηματισμός πτυχής, το να διπλώνεται κάτι («πρόσθε δὲ οἱ πέπλοιοι φαεινοῡ πτῡγμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.) 2. πτυχή, ρυτίδα τού δέρματος 3. τεμάχιο λινού υφάσματος για έμφραξη πληγής, γάζα 4. είδος επιδέσμου … Dictionary of Greek
σχολιαστής — Εκείνος που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι. Εκείνος που σχολιάζει ή υπομνηματίζει κείμενα. Οι σ. είναι βασικά δημιούργημα των αλεξανδρινών χρόνων. Από τα σχόλιά τους σε αρχαία κείμενα σώθηκαν τα παρακάτω, σε χρονική σειρά. 1. Στον Όμηρο. Σχολιαστές… … Dictionary of Greek